- θερμο-κύαμος
θερμο-κύαμος, ὁ, Diphil. Ath. II, 55 e, Hülsenfrucht (von ϑέρμος u. κύαμος).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμο-κύαμος, ὁ, Diphil. Ath. II, 55 e, Hülsenfrucht (von ϑέρμος u. κύαμος).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υοσκύαμος — ο / ὑοσκύαμος, ΝΑ, και ὑοσκύεμος, Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σολανίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη και στο οποίο ανήκουν τριχωτά, βαρύοσμα και, συχνά, πολύ τοξικά … Dictionary of Greek