- θερμαντήριον
θερμαντήριον, τό, dasselbe, Poll. 10, 66, neutr. von
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμαντήριον, τό, dasselbe, Poll. 10, 66, neutr. von
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμαντήριον — θερμαντήριος promoting warmth masc acc sg θερμαντήριος promoting warmth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμαντήριος — θερμαντήριος, ία, ον (Α) [θερμαντήρ] 1. αυτός που προκαλεί θερμότητα («θερμαντήρια φάρμακα», Ιπποκρ.) 2. φρ. «χαλκίον θερμαντήριον» θερμαντήρας … Dictionary of Greek