- θερμαντήρ
θερμαντήρ, ῆρος, ὁ, der Wärmer, der Kessel, Poll. 6, 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμαντήρ, ῆρος, ὁ, der Wärmer, der Kessel, Poll. 6, 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμαντῆρα — θερμαντήρ kettle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμαντῆρας — θερμαντήρ kettle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμαντῆρες — θερμαντήρ kettle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… … Dictionary of Greek
θερμαντήρας — ο (Α θερμαντήρ) [θερμαίνω] σκεύος για θέρμανση νερού, αερίου κ.λπ. νεοελλ. φυσ. ειδική συσκευή για τη θέρμανση κάποιου σώματος σε σταθερή θερμοκρασία η οποία χρησιμοποιείται κατά τις θερμιδομετρικές μετρήσεις για τον προσδιορισμό τής ειδικής… … Dictionary of Greek
θερμαντήριος — θερμαντήριος, ία, ον (Α) [θερμαντήρ] 1. αυτός που προκαλεί θερμότητα («θερμαντήρια φάρμακα», Ιπποκρ.) 2. φρ. «χαλκίον θερμαντήριον» θερμαντήρας … Dictionary of Greek
κλινοθερμαντήρας — ο, και κλινοθερμαντήριο, το συσκευή με την οποία θερμαίνεται η κλίνη με ζεστό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + θερμαντήρας < θερμαίνω. Ο τ. κλινοθερμαντήριο < κλίνη + θερμαντήριο < θερμαντήρ] … Dictionary of Greek
μιλιάριον — μιλιάριον, τὸ (Α, Μ μιλιάριν) 1. υψηλό χάλκινο σκεύος, πλατύτερο στη βάση και στενότερο προς τα επάνω, μέσα στο οποίο θερμαινόταν νερό 2. μιλιοδείκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. miliarium «θερμαντήρ». Ο τ. με τη δεύτερη σημ. < λατ. milliarium (<… … Dictionary of Greek