θερεία — θερείᾱ , θέρειος of summer fem nom/voc/acc dual θερείᾱ , θέρειος of summer fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερεία — θερεία, ή (Α) βλ. θέρειος. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τού θέρειος*] … Dictionary of Greek
θερείᾳ — θερείᾱͅ , θέρειος of summer fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρεια — θέρειος of summer neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερείας — θερείᾱς , θέρειος of summer fem acc pl θερείᾱς , θέρειος of summer fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερείαν — θερείᾱν , θέρειος of summer fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρειος — θέρειος, ον, θηλ. και θερεία και ιων. τ. θερείη, ή (Α) [θέρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος, ο θερινός («αύχμος θέρειος» θερινή ξηρασία, Εμπ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ή θερεία ή ιων. ή θερείη (ενν. ώρα) το θέρος 3. (το υπερθ.) θερείτατος … Dictionary of Greek
ԱՄԱՐԱՆԻ — (նւոյ.) NBH 1 0052 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c գ. Նոյն ընդ ամարայնի. θερεία aestas Հասանէին ʼի ծով եզրն յընդմիջել ամարանոյն. Եւս. քր. ՟Ա: *Յամարանի եւ ʼի ձմերայնի միշտ սաղարթացեալ լինի. Նոննոս.: *Ժամանակք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)