θερεία

θερεία

θερεία, , sc. ὥρα, Sommerzeit, Sommer; τὴν ϑερείην πᾶσαν Her. 1, 189; Pol. 5, 1, 3 u. öfter; μεσούσης ϑερείας D. Hal. 1, 63; auch allein ϑερείης, zur Sommerzeit, Nic. bei Ath. III, 32 a; im plur., ϑερείαις Pind. I. 2, 41. Eigtl. fem. zu ϑέρειος, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θερεία — θερείᾱ , θέρειος of summer fem nom/voc/acc dual θερείᾱ , θέρειος of summer fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερεία — θερεία, ή (Α) βλ. θέρειος. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τού θέρειος*] …   Dictionary of Greek

  • θερείᾳ — θερείᾱͅ , θέρειος of summer fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρεια — θέρειος of summer neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερείας — θερείᾱς , θέρειος of summer fem acc pl θερείᾱς , θέρειος of summer fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερείαν — θερείᾱν , θέρειος of summer fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρειος — θέρειος, ον, θηλ. και θερεία και ιων. τ. θερείη, ή (Α) [θέρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος, ο θερινός («αύχμος θέρειος» θερινή ξηρασία, Εμπ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ή θερεία ή ιων. ή θερείη (ενν. ώρα) το θέρος 3. (το υπερθ.) θερείτατος …   Dictionary of Greek

  • ԱՄԱՐԱՆԻ — (նւոյ.) NBH 1 0052 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c գ. Նոյն ընդ ամարայնի. θερεία aestas Հասանէին ʼի ծով եզրն յընդմիջել ամարանոյն. Եւս. քր. ՟Ա: *Յամարանի եւ ʼի ձմերայնի միշտ սաղարթացեալ լինի. Նոննոս.: *Ժամանակք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”