θερμότης

θερμότης

θερμότης, ητος, ἡ, Wärme, Hitze, Plat. Rep. I, 335 d u. A.; übertr., ἡ ἐν τῷ λέγειν ϑ. Ath. I, 1 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θερμότης — heat fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμοτήτων — θερμότης heat fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμότησι — θερμότης heat fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμότησιν — θερμότης heat fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμότητα — θερμότης heat fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμότητας — θερμότης heat fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμότητες — θερμότης heat fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμότητι — θερμότης heat fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμότητος — θερμότης heat fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμότητ' — θερμότητα , θερμότης heat fem acc sg θερμότητι , θερμότης heat fem dat sg θερμότητε , θερμότης heat fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαλής — ἐπαλής, ές (Α) 1. θερμός από τον ήλιο ή τη φωτιά, ευήλιος («ἐπαλέα λέσχην ὥρη χειμερίη», Ησίοδ.) 2. (κατά τη γνώμη άλλων παράγεται από το ἁλίζω = συναθροίζω και ερμηνεύουν: πλήρης, γεμάτος). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *άλεος, το ή αλέα «θερμότης, ηλιακή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”