θεραπουσία

θεραπουσία

θεραπουσία, , die Dienerschaft, von Poll. 3, 75 für schlechter als ϑεραπεία erkl.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεραπουσία — θεραπουσίᾱ , θεραπουσία fem nom/voc/acc dual θεραπουσίᾱ , θεραπουσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπουσία — θεραπουσία, ἡ (Α) οι θεράποντες, οι υπηρέτες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. περιλπτ. ουσ. < θεράπων, πιθ. αναλογικά προς το γερουσία] …   Dictionary of Greek

  • θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”