- θεραπεύσιμος
θεραπεύσιμος, heilbar.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεραπεύσιμος, heilbar.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεραπεύσιμος — η, ο [θεραπεύω] αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο δεκτικός θεραπείας … Dictionary of Greek
θεραπεύσιμος — η, ο 1. αυτός που μπορεί να θεραπευτεί: Θεραπεύσιμη αρρώστια. 2. αυτός που μπορεί να επανορθωθεί: Θεραπεύσιμο κακό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευίατος — η, ο (ΑΜ εὐίατος, ον, Α ιων. τ. εὐίητος, ον) αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ιατός «θεραπεύσιμος» < ιώμαι] … Dictionary of Greek
θεραπευτός — ή, ό (AM θεραπευτός, όν) [θεραπεύω] αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμος αρχ. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να καλλιεργήσει («διδακτοῦ δὲ ὄντος καὶ θεραπευτοῦ», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
ιάσιμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (Α ἰάσιμος, ιων. τ. ἰήσιμος, ον) (για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμος αρχ. αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ… … Dictionary of Greek
ιάσιμος — η, ο θεραπεύσιμος: Ιάσιμο νόσημα ή τραύμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)