θερόεις

θερόεις

θερόεις, εσσα, εν, sommerlich, Nic. Al. 583.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θερόεις — θερόεις, εσσα, εν (Α) [θέρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος, ο θερινός …   Dictionary of Greek

  • θερόεις — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρος — (I) ο 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού 3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους]. (II) το (ΑΜ θέρος) μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”