λεπῡρίζω

λεπῡρίζω

λεπῡρίζω, mit Rinde bedecken, Schol. Nic. Th. 804 im pass.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεπυρίζω — (Α) [λέπυρον] παθ. λεπυρίζομαι καλύπτομαι με λέπυρο, με φλοιό, κάνω φλούδα ή εμπεριέχομαι σε κέλυφος, σε περίβλημα …   Dictionary of Greek

  • λέπυρ — το (Α λέπυρον) περίβλημα καρπού, φλοιός, φλούδα νεοελλ. βοτ. 1. ονομασία που αναφέρεται σε καθένα από τα δύο βράκτια που περιβάλλουν κάθε σταχύδιο στον στάχυ τών αγρωστωδών 2. ονομασία τού δερματώδους βρακτίου στη μασχάλη τού οποίου αναπτύσσεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”