- παρα-κατα-θνήσκω
παρα-κατα-θνήσκω (s. ϑνήσκω), daneben od. dabei sterben, παρακάτϑανε, Diosc. 19 (IX, 735).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-κατα-θνήσκω (s. ϑνήσκω), daneben od. dabei sterben, παρακάτϑανε, Diosc. 19 (IX, 735).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρατάσσω — ΝΜΑ (κυρίως για πρόσ.) τοποθετώ σε κανονική σειρά, βάζω τον ένα κοντά στον άλλο, κυρίως για μάχη («τὴν μὲν πλείστην τῆς στρατιᾱς παρέταξε πρὸς τὰ τείχη», Θουκ. νεοελλ. 1. (και για πράγματα) παραθέτω, αραδιάζω («παρέταξε τα εμπορεύματά του») 2.… … Dictionary of Greek