λεπάς

λεπάς

λεπάς, άδος, ἡ, eine einschalige Muschel, Napfschnecke, patella, die steh an Felsen, λέπας, fest ansaugt, Arist. H. A. 4, 4 part. anim. 4, 3 u. öfter; vgl. Ath. III, 85 f. Dah. übertr., τὸ γραΐδιον ὥςπερ λεπὰς τῷ μειρακίῳ προςίσχεται Ar. Plut. 1096, vgl. Vesp. 105.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λέπας — λέπας, τὸ (Α) βουνό πετρώδες και γυμνό, βράχος («ἠερίη Γεράνεια, κακὸν λέπας», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με λατ. lapis, idis «πέτρα» (το a τού lapis είναι δυσερμήνευτο), οπότε η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *lep «αποσπώ, αφαιρώ τον φλοιό»… …   Dictionary of Greek

  • λεπάς — limpet fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέπας — bare rock neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπάς — η (Α λεπάς, άδος) [λέπας] όστρακο που προσκολλάται σε βράχο ή στα επιπλέοντα σε νερά αντικείμενα, η πεταλίδα …   Dictionary of Greek

  • λεπάδα — λεπάς limpet fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπάδας — λεπάς limpet fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπάδες — λεπάς limpet fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπάδεσσι — λεπάς limpet fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπάδεσσιν — λεπάς limpet fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπάδι — λεπάς limpet fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπάδος — λεπάς limpet fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”