- λιπο-σθενής
λιπο-σθενής, ές, von Kraft verlassen, kraftlos, Nonn. D. 14, 101.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπο-σθενής, ές, von Kraft verlassen, kraftlos, Nonn. D. 14, 101.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγασθενής — (4ος αι. π.Χ.). Ιστοριογράφος. Ο βασιλιάς Σέλευκος ο Νικάτωρ τον έστειλε πρεσβευτή στον Ινδό βασιλιά Σανδρόκοττο. Ο Μ. έμεινε αρκετό καιρό στο παλάτι του τελευταίου στον Γάγγη και έγραψε ένα βιβλίο για τις Ινδίες, τα Ινδικά. Μία περίληψη των… … Dictionary of Greek
ρηξισθενής — ές, Α 1. αυτός που έχει τη δύναμη να προκαλέσει ρήξη 2. αυτός που συντρίβει τη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι (βλ. λ. ῥήγνυμι) + σθενής (< σθένος), πρβλ. λιπο σθενής] … Dictionary of Greek