- λιπο
λιπο-, bei den so anfangenden Wörtern vgl. die mit λειπο- anfangenden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπο-, bei den so anfangenden Wörtern vgl. die mit λειπο- anfangenden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
εύνεως — εὔνεως, ων (Α) αυτός που έχει πολλά και καλά πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νεως (< ναυς, νεώς), πρβλ. λιπό νεως, περί νεως] … Dictionary of Greek
εύσαρκος — η, ο (ΑΜ εὔσαρκος, ον) νεοελλ. πολύσαρκος, ευτραφής, παχουλός μσν. συμμετρικός στο σώμα μσν. αρχ. αυτός τού οποίου το σώμα βρίσκεται σε καλή κατάσταση αρχ. (για κρέας) καλής ποιότητας, χωρίς περιττά λίπη και κόκαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σαρκος… … Dictionary of Greek
ιμερόγυιος — ἱμερόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + γυιος (< γυῖον), πρβλ. αγλαό γυιος, λιπό γυιος] … Dictionary of Greek
ισχνόσαρκος — η, ο (Μ ἰσχνόσαρκος, ον) αυτός που έχει ισχνές σάρκες, λιπόσαρκος, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + σαρκος (< σαρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος, παχύ σαρκος] … Dictionary of Greek
καρκινόσαρξ — καρκινόσαρξ, ὁ (Μ) αυτός που έχει σάρκα, σώμα καρκίνου, κάβουρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + σαρξ < σάρξ (πρβλ. ανά σαρξ, λιπό σαρξ)] … Dictionary of Greek
κρεοσιτώ — κρεοσιτῶ, έω (Α) έχω ως κύρια τροφή μου το κρέας, είμαι κρεοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + σιτῶ (< σιτος < σῖτος), πρβλ. αρτο σιτώ, λιπο σιτώ] … Dictionary of Greek
κρυσταλλόσαρκος — κρυσταλλόσαρκος, η, ον (Μ) αυτός που η σάρκα του είναι διάφανη και λαμπερή σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + σαρκος (< σάρξ, κός), πρβλ. λιπό σαρκος, παχύ σαρκος] … Dictionary of Greek
λίφαιμος — λίφαιμος, ον (Α) αυτός που δεν έχει πολύ αίμα, χλομός, ωχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιφ (< λιπο ) + αιμος (< αἷμα)] … Dictionary of Greek
λαχνόγυιος — λαχνόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει τριχωτά μέλη («θηρῶν λαχνογυίων», Ευρ). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχνη + γυιος (< γυίον «μέλος»), πρβλ. ιμερό γυιος, λιπό γυιος] … Dictionary of Greek
λιθόρρινος — λιθόρρινος, ον (Α) (για οστρακόδερμα) αυτός που έχει λίθινο, σκληρό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ῥινός «δέρμα ζωντανού ανθρώπου» (πρβλ. λιπό ρρινος)] … Dictionary of Greek