- λεπαδνιστήρ
λεπαδνιστήρ, ῆρος, ὁ, das äußerste Ende des λέπαδνον, Poll. 1, 147.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπαδνιστήρ, ῆρος, ὁ, das äußerste Ende des λέπαδνον, Poll. 1, 147.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπαδνιστήρ — λεπαδνιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) το άκρο τού λεπάδνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπαδνον, μέσω ενός αμάρτυρου *λεπαδνίζω + επίθημα τήρ, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. βραχιονισ τήρ, κορυφισ τήρ)] … Dictionary of Greek
λεπαδνιστῆρες — λεπαδνιστήρ end of the masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)