- λιπαντικός
λιπαντικός, salbend, Schol. Od. 6, 227.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπαντικός, salbend, Schol. Od. 6, 227.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπαντικός — ή, ό (Α λιπαντικός, ή, όν) [λιπαίνω] αυτός που αναφέρεται στη λίπανση ή χρησιμεύει για λίπανση νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λιπαντικό (χημ. τεχνολ.) στερεό ή ρευστό προϊόν που χρησιμοποιείται για να μειώνει την τριβή και τη φθορά δύο τριβόμενων… … Dictionary of Greek
λιπαντικός — ή, ό ο σχετικός με τη λίπανση: Λιπαντικές ουσίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιπαντικῷ — λιπαντικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων … Dictionary of Greek
λιπαίνω — (AM λιπαίνω) [λίπα] 1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.) 2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να τό προστατεύσω και να τό συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με… … Dictionary of Greek