λεπιδωτός — scaly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπιδωτός — ή, ό (Α λεπιδωτός, ή, όν) [λεπιδούμαι] καλυμμένος από λέπια ή από φολίδες (α. «ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν [ὁ κροκόδειλος]», Ηρόδ. β. «θώρηκα εἶχε χρύσεον λεπιδωτόν», Ηρόδ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τα λεπιδωτά τάξη ερπετών… … Dictionary of Greek
λεπιδωτός — ή, ό αυτός που καλύπτεται από λέπια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεπιδωτά — λεπιδωτός scaly neut nom/voc/acc pl λεπιδωτά̱ , λεπιδωτός scaly fem nom/voc/acc dual λεπιδωτά̱ , λεπιδωτός scaly fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπιδωτῶν — λεπιδωτός scaly fem gen pl λεπιδωτός scaly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπιδωτόν — λεπιδωτός scaly masc acc sg λεπιδωτός scaly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπιδωταί — λεπιδωτός scaly fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπιδωτοῖς — λεπιδωτός scaly masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπιδωτοί — λεπιδωτός scaly masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπιδωτοῦ — λεπιδωτός scaly masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπιδωτούς — λεπιδωτός scaly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)