λιπερνής

λιπερνής

λιπερνής, ές, auch λιπερνής, ῆτος (nach E. M. von λείπεσϑαι ἐρνέων, wie Hesych. erkl. ὁ ἐξ ἀγροῦ εἰς πόλιν πεφευγώς, vielleicht von λείπω u. φέρνη statt λιποφερνής), ohne Haus u. Hof, ohne Obdach, wie ein Flüchtling verlassen u. unglücklich, λιπερνῆτες πολῖται, Archil. 63 u. Cratin. bei Schol. Ar. pax 602; D. Sic. 12, 40 las so auch Ar. a. a. O. für σοφώτατος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιπερνής — λιπερνής, ῆτος, ὁ (Α) 1. φτωχός, άθλιος, παρίας, απόβλητος, έρημος 2. ορφανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, προήλθε από θ. λιπ (τού λείπω*) + ἔρνος «καρπός, βλαστός» (παρά τὸ λείπεσθαι ἐρνέων, ὅ ἐστι φυτῶν). Η λ.,… …   Dictionary of Greek

  • λιπέρνης — λιπερνέω to be poor imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπερνῆτες — λιπερνής poor fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπερνήτης — λιπερνήτης, ὁ, θηλ. λιπερνῆτις, ιδος (Α) [λιπερνής] λιπερνής* …   Dictionary of Greek

  • λιπερνώ — λιπερνῶ και λιφερνῶ, έω (Α) [λιπερνής] 1. (κατά το λεξ. Σούδα) είμαι φτωχός, πενιχρός 2. (κατά τον Ησύχ.) «λιφερνοῡντες ἐν συνδένδρῳ τόπῳ προσφιλῶς διάγοντες» …   Dictionary of Greek

  • λιφερνώ — λιφερνῶ, έω (Α) 1. λιπερνώ*, είμαι ισχνός, αδύνατος, λεπτοκαμωμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) «λιφερνοῡντες ἐν συνδένδρῳ τόπῳ προσφιλῶς διάγοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λιπερνής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”