- λεπαστίς
λεπαστίς, ίδος, ἡ, = Vorigem, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπαστίς, ίδος, ἡ, = Vorigem, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπαστίς — λεπαστίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. λεπαστή … Dictionary of Greek
λεπαστή — Αγγείο μεγάλων διαστάσεων (είδος κύλικα), το οποίο χρησίμευε ως ποτήρι στα συμπόσια των αρχαίων Ελλήνων. Η λ., η οποία έχει μονόκογχο σχήμα, οφείλει την ονομασία της στο οστρακοειδές λεπάς, το οποίο διαθέτει μονόκογχο όστρακο. * * * λεπαστή ή… … Dictionary of Greek