- λιπαρο-κρήδεμνος
λιπαρο-κρήδεμνος, mit glänzender Hauptbinde: Χάρις, Il. 18, 382; ϑεαί, p. bei Ath. XV, 682 f; vgl. H. h. Cer. 25. 459; Orph. Arg. 623.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπαρο-κρήδεμνος, mit glänzender Hauptbinde: Χάρις, Il. 18, 382; ϑεαί, p. bei Ath. XV, 682 f; vgl. H. h. Cer. 25. 459; Orph. Arg. 623.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυανοκρήδεμνος — κυανοκρήδεμνος, ον (Α) (ως επίθ. τής Θέτιδος) αυτή που φορά βαθυκύανο κεφαλόδεσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + κρήδεμνος (< κρήδεμνον «κεφαλόδεσμος»), πρβλ. καλλι κρήδεμνος, λιπαρο κρήδεμνος] … Dictionary of Greek