- λιπαρο-πλόκαμος
λιπαρο-πλόκαμος, mit glänzenden Locken; κεφαλή, Il. 19, 126; Λατώ, Pind. frg. 58, 1, wobei man auch an Salben denken kann.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπαρο-πλόκαμος, mit glänzenden Locken; κεφαλή, Il. 19, 126; Λατώ, Pind. frg. 58, 1, wobei man auch an Salben denken kann.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυσιπλόκαμος — λυσιπλόκαμος, ἡ (Μ) αυτή που έχει λυμένες τις πλεξίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. λυσι * + πλόκαμος (< πλέκω), πρβλ. λιπαρο πλόκαμος, χρυσο πλόκαμος] … Dictionary of Greek
μελανοπλόκαμος — μελανοπλόκαμος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρους πλοκάμους, μαύρες πλεξίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πλόκαμος (< πλέκω), πρβλ. λιπαρο πλόκαμος, χρυσο πλόκαμος] … Dictionary of Greek