- λιπαρότης
λιπαρότης, ητος, ἡ, das Fettsein, die Fettigkeit; ἐν τῷ γάλακτι, Arist. H. A. 3, 20; Hippocr. u. Sp., auch ὀμμάτων, Glanz, Plut. Symp. 4, 5, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπαρότης, ητος, ἡ, das Fettsein, die Fettigkeit; ἐν τῷ γάλακτι, Arist. H. A. 3, 20; Hippocr. u. Sp., auch ὀμμάτων, Glanz, Plut. Symp. 4, 5, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπαρότης — fattiness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρότητα — λιπαρότης fattiness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρότητας — λιπαρότης fattiness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρότητες — λιπαρότης fattiness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρότητι — λιπαρότης fattiness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρότητος — λιπαρότης fattiness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρότητα — η (Α λιπαρότης, ητος) [λιπαρός] η ιδιότητα τού λιπαρού, πάχος, παχύτητα («ὑπάρχει ἐν γάλακτι λιπαρότης», Αριστοτ.) αρχ. 1. λάμψη, λαμπρότητα 2. στον πληθ. αἱ λιπαρότητες παχιές ουσίες … Dictionary of Greek