λεπύριον

λεπύριον

λεπύριον, τό, dim. von λέπυρον, kleine Hülfe, Theocr. 5, 95; Schale, Arist. H. A. 5, 15; von Eierschalen, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεπύριον — λεπύριον, τὸ (Α) [λέπυρον] 1. λεπτός φλοιός, λεπτή φλούδα 2. κέλυφος («ᾠοῡ ὠμοῡ τὸ ἔξω λεπύριον», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • λεπύριον — λεπύ̱ριον , λεπύριον small husk neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέπυρ — το (Α λέπυρον) περίβλημα καρπού, φλοιός, φλούδα νεοελλ. βοτ. 1. ονομασία που αναφέρεται σε καθένα από τα δύο βράκτια που περιβάλλουν κάθε σταχύδιο στον στάχυ τών αγρωστωδών 2. ονομασία τού δερματώδους βρακτίου στη μασχάλη τού οποίου αναπτύσσεται… …   Dictionary of Greek

  • λεπυριώδης — λεπυριώδης, ῶδες (Α) [λεπύριον] λεπυρώδης, αυτός που αποτελείται από πολλά λέπυρα, από πολλούς φλοιούς, όπως τα κρεμμύδια …   Dictionary of Greek

  • μελιχρός — ή, ό (Α μελιχρός, ά, όν, αρσ. και μελιχρός) 1. αυτός που έχει γλυκαθεί με μέλι («μέλιχρος οἶνος», Αλκ.) 2. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («αἱ μὲν ἔχοντι λεπτόν... λεπύριον, αἱ δὲ μελίχροι», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. αυτός που έχει το χρώμα ή τη… …   Dictionary of Greek

  • λεπυρίοισι — λεπῡρίοισι , λεπύριον small husk neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπυρίου — λεπῡρίου , λεπύριον small husk neut gen sg λεπυριόω strip off the husk pres imperat act 2nd sg λεπυριόω strip off the husk imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπυρίων — λεπῡρίων , λεπύριον small husk neut gen pl λεπυριόω strip off the husk imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) λεπυριόω strip off the husk imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”