- λιπό-θροος
λιπό-θροος, den die Stimme verlassen hat, stumm, Nonn. D. 4, 327.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπό-θροος, den die Stimme verlassen hat, stumm, Nonn. D. 4, 327.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιξόθροος — μιξόθροος, ον (Α) αναμεμιγμένος με βοή, με φωνές («λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θροος (αττ. τ. τού θροῦς + θρέομαι «φωνάζω»), πρβλ. λιπό θροος] … Dictionary of Greek