- λιπό-γυιος
λιπό-γυιος, der Glieder, oder des Gebrauchs der Glieder beraubt, bes. lahm, Plat. min. 1 (IX, 13).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπό-γυιος, der Glieder, oder des Gebrauchs der Glieder beraubt, bes. lahm, Plat. min. 1 (IX, 13).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιμερόγυιος — ἱμερόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + γυιος (< γυῖον), πρβλ. αγλαό γυιος, λιπό γυιος] … Dictionary of Greek
λαχνόγυιος — λαχνόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει τριχωτά μέλη («θηρῶν λαχνογυίων», Ευρ). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχνη + γυιος (< γυίον «μέλος»), πρβλ. ιμερό γυιος, λιπό γυιος] … Dictionary of Greek