λεπτ-ηκής

λεπτ-ηκής

λεπτ-ηκής, ές, dünn, seingespitzt, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεπτηκής — λεπτηκής, ές και λεπτήκης, ήκες (Α) κατασκευασμένος με λεπτή αιχμή, εκλεπτυσμένος, οξύς, κατεργασμένος με λεπτή εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ήκης (< ἀκή «αιχμή»), πρβλ. αμφ ήκης, ευ ήκης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”