- λεπτο-κάλαμος
λεπτο-κάλαμος, dünnhalmig, feinstengelig; Schol. Ar. Ran. 233; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτο-κάλαμος, dünnhalmig, feinstengelig; Schol. Ar. Ran. 233; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παχυκάλαμος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Άρτας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (6 τ. χλμ.). * * * ον, Α (για φυτά) αυτός που έχει παχύ, χοντρό καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + κάλαμος (πρβλ. λεπτο κάλαμος)] … Dictionary of Greek
καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
καλαμίσκος — ό (AM καλαμίσκος) (υποκορ. τού κάλαμος*) λεπτό καλάμι που χρησιμεύει ως σωλήνας μσν. εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για διακόσμηση τών μαλλιών και είδος κοσμήματος, καρφοβελόνας, για τα μαλλιά αρχ. βραχίονας ή κλάδος λυχνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος… … Dictionary of Greek