- παρα-καττύω
παρα-καττύω, att. statt -κασσύω, daran flicken, im med., στιβάδα παρεκαττύετο, Ar. Plut. 663, Schol. ηὐτρέπιζε, zurecht machen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-καττύω, att. statt -κασσύω, daran flicken, im med., στιβάδα παρεκαττύετο, Ar. Plut. 663, Schol. ηὐτρέπιζε, zurecht machen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κασσύω — και αττ. τ. καττύω (Α) 1. συρράπτω δέρματα όπως ο υποδηματοποιός 2. ράβω σόλα σε υπόδημα, σολιάζω 3. μτφ. σχεδιάζω δόλια πράξη, μηχανώμαι κακά 4. μέσ. κασσύομαι συνθέτομαι, σχεδιάζομαι («οἶδ ἐγὼ τὸ πρᾱγμα τοῡθ ὅθεν πάλαι καττύεται» γνωρίζω εγώ… … Dictionary of Greek