- λεπτοσύνη
λεπτοσύνη, ἡ, poet. = λεπτότης, Nicarch. 16 (XI, 110).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτοσύνη, ἡ, poet. = λεπτότης, Nicarch. 16 (XI, 110).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτοσύνη — (I) η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σύνθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leptosyne < νεολατ. leptosyne (< λεπτοσύνη)]. (II) λεπτοσύνη, ἡ (ΑM) [λεπτός] λεπτότητα … Dictionary of Greek
λεπτοσύνης — λεπτοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek
σκεπτοσύνη — ἡ, Α (ποιητ. τ.) σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπτομαι, μέσω ενός αμάρτυρου ρηματ. επιθ. *σκεπτός (πρβλ. λεπτοσύνη: λεπτός)] … Dictionary of Greek