- λεπτο-σπάθητος
λεπτο-σπάθητος, fein gewebt, χλανίδια, Soph. bei Plut. Symp. 6, 6, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτο-σπάθητος, fein gewebt, χλανίδια, Soph. bei Plut. Symp. 6, 6, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καιροσπάθητος — καιροσπάθητος, ον (Α) πυκνά υφασμένος, στερεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῖρος «τα νήματα τού στημονιού τού αργαλειού» + σπάθητος (< σπαθῶ «υφαίνω σφιχτά»), πρβλ. ευ σπάθητος, λεπτο σπάθητος] … Dictionary of Greek
λεπτοσπάθητος — λεπτοσπάθητος, ον (Α) υφασμένος με λεπτό τρόπο, λεπτοϋφασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + σπαθητός (< σπαθῶ, άω < σπάθη), πρβλ. ευ σπάθητος, καιρο σπάθητος] … Dictionary of Greek