- λεπτό-θριξ
λεπτό-θριξ, τριχος, dünn, feinhaarig, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτό-θριξ, τριχος, dünn, feinhaarig, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίχα — (I) Α επίρρ. σε τρία τμήματα, σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τριχῆ* (α. «ἐπεὰν τὴν φιλύρην τρίχα σχίσῃ», Ηρόδ. β. «ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην» όταν ήταν η τρίτη νυκτερινή φρουρά, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι (βλ. λ. τρεις, τρία) + ουρανικό… … Dictionary of Greek
οξύτριχος — η, ο (Α ὀξύτριχος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οξύτριχος ζωολ. γένος βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων τής τάξης υπότριχα αρχ. αυτός που έχει οξείες τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λεπτό τριχος. Η λ. ως επιστημον. όρος… … Dictionary of Greek
πολιότριχος — ον, Α αυτός που έχει ψαρές τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός» + τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. καλλί τριχος, λεπτό τριχος] … Dictionary of Greek
τριχοκέφαλος — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τών παρασιτικών νηματωδών σκωλήκων τού γένους Trichuris και ιδιαίτερα τού γένους Trichuris trichiura, που παρασιτεί στο λεπτό έντερο τού ανθρώπου και άλλων θηλαστικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichocephalous… … Dictionary of Greek