- λεπτό-μητις
λεπτό-μητις, von seinen Anschlägen, klug, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτό-μητις, von seinen Anschlägen, klug, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόμητις — θεόμητις, ήτιος ἡ (Α) αυτή που δίνει θεϊκές συμβουλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μητις (< μήτις «σοφία»), πρβλ. αγλαό μητις, λεπτό μητις] … Dictionary of Greek
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek