λεπτό-γεως

λεπτό-γεως

λεπτό-γεως, ων, att. = λεπτόγειος; τὸ λ., der leichte Boden, Thuc. 1, 2; Strab. VI, 282; Luc. u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρυσόγειος — ον, και χρυσόγεως, ων, Α αυτός τού οποίου το έδαφος περιέχει χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γειος / γεως (< γῆ*), πρβλ. λεπτό γειος / λεπτό γεως] …   Dictionary of Greek

  • καταγεώτης — καταγεώτης, ὁ (Α) (Ησύχ.) ο νεκροθάφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κατά γεως, αμάρτυρος παρλλ. τ. τού κατά γειος (πρβλ. λεπτό γεως, μεσό γεως)] …   Dictionary of Greek

  • λιπόγεως — λιπόγεως, ων (Α) αυτός που έχει έλλειψη γης, που στερείται γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + γεως (άλλη μορφή στην ιων. αττ. τού θ. τής λ. γῆ*), πρβλ. βαθύ γεως, λεπτό γεως] …   Dictionary of Greek

  • λυπρόγεως — λυπρόγεως, ων, ουδ. και λυπρόγαιον (AM) 1. αυτός που έχει ισχνή, φτωχή, άγονη γη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπρόγεων ή τὸ λυπρόγαιον η ξηρότητα τής γης, η αγονία («λυπρογέῳ νησιδίῳ», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός* + γεως (< γῆ), πρβλ. λεπτό… …   Dictionary of Greek

  • εύγεως — εὔγεως, ων (Α) ο εύγειος* («ἥ γε ἄλλη πεδιὰς καὶ εὔγεώς ἐστι πᾱσα», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γεως (< γαία, γη), πρβλ. λεπτό γεως] …   Dictionary of Greek

  • σκληρόγεως — ων, Α αυτός που έχει σκληρό, στερεό έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + γεω (βλ. λ. γῆ), πρβλ. λεπτό γεως] …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”