- λεπτό-γαστρος
λεπτό-γαστρος, mit dünnem Bauche, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτό-γαστρος, mit dünnem Bauche, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόγαστρος — ο μικρό ημίπτερο έντομο τής οικογένειας τών λυγαϊδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + γαστρος (< γαστήρ, γαστρός), πρβλ. κατά γαστρος, λεπτό γαστρος] … Dictionary of Greek
κατάγαστρος — κατάγαστρος, ον (Α) 1. ο λαίμαργος, ο κοιλιόδουλος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατάγαστρον επίδεσμος τής κοιλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γαστρος (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. λεπτό γαστρος, σύρ γαστρος] … Dictionary of Greek
πιθόγαστρος — ον, Α αυτός που έχει κοιλιά σαν πιθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος «πιθάρι» + γαστρος (< γαστήρ, γαστρός «κοιλιά»), πρβλ. λεπτό γαστρος] … Dictionary of Greek