λεπτό-βυρσος

λεπτό-βυρσος

λεπτό-βυρσος, dünnsellig, βοῦς, Schol. Ar. Equ. 316.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύβυρσος — εὔβυρσος, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βυρσος (< βύρσα «δέρμα»), πρβλ. λεπτό βυρσος, πολύ βυρσος] …   Dictionary of Greek

  • πολύβυρσος — ον, Α αυτός που αποτελείται από πολλά δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βύρσος (< βύρσα «δέρμα ζώου»), πρβλ. λεπτό βυρσος] …   Dictionary of Greek

  • ωμόβυρσος — ον, Α ὠμοβύρσινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + βυρσος (< βύρσα «δέρμα»), πρβλ. λεπτό βυρσος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόβυρσος — λεπτόβυρσος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + βυρσος (< βύρσα «δέρμα»), πρβλ. εύ βυρσος, ωμό βυρσος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”