- λεπτό-χῡλος
λεπτό-χῡλος, mit dünnem oder wenigem Safte, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτό-χῡλος, mit dünnem oder wenigem Safte, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χυλός — ο, ΝΜΑ φυσιολ. η λέμφος που προέρχεται από το λεπτό έντερο, μετά την πέψη, και είναι πλούσια σε σταγονίδια λίπους προερχόμενα από τα λιπίδια τής τροφής νεοελλ. 1. πολτώδες φαγητό από αλεύρι ή άλλη αμυλώδη ουσία και νερό, που παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek
πεπτικό σύστημα — Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από πολυάριθμα όργανα που, ενωμένα κατά σειρά, σχηματίζουν ένα μακρό σωλήνα, που στον ενήλικο μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 12 13 μ. (πεπτικός σωλήνας), και από προσαρτημένους αδένες, όπως οι σιελογόνοι, το συκώτι… … Dictionary of Greek
λεπτόχυλος — λεπτόχυλος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτό ή αραιό χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + χυλός] … Dictionary of Greek
πολτός — ο, ΝΑ, πόλτος, Α 1. ουσία ή μάζα μαλακή και υδαρής 2. χυλός, κουρκούτι νεοελλ. 1. (χημ. τεχνολ. τροφ.) αιώρημα, λίγο πολύ μεγάλων τεμαχίων μιας ουσίας σε ένα υγρό έτσι ώστε να σχηματίζεται μια ιξώδης ρευστή μάζα 2. χημ. ονομασία διαλυμάτων… … Dictionary of Greek
χυλοφόρος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταφορά και κυκλοφορία τού χυλού στον οργανισμό 2. φρ. α) «χυλοφόρα αγγεία» ανατ. τα λεμφαγγεία που μεταφέρουν τον χυλό από το λεπτό έντερο στον μείζονα θωρακικό πόρο, από… … Dictionary of Greek