- λεπτό-φυλλος
λεπτό-φυλλος, feinblättrig, δάφνη, Arist. probl. 1, 58; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτό-φυλλος, feinblättrig, δάφνη, Arist. probl. 1, 58; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξύφυλλος — η, ο (ΑΜ ὀξύφυλλος, ον) αυτός που έχει φύλλα με μυτερά άκρα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύφυλλον το φυτό τριφύλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. λεπτό φυλλος] … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek