- λεπτό-πους
λεπτό-πους, -πουν, gen. -ποδος, dünn-, schlanksüßig, Schol. Ar. Av. 1292.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτό-πους, -πουν, gen. -ποδος, dünn-, schlanksüßig, Schol. Ar. Av. 1292.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηχόπους — ἠχόπους, ουν (Μ) αυτός που παράγει ήχο, κρότο με την κρούση τών ποδών («ἵπποι ἠχόποδες», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + πους (< πους), πρβλ. λεπτό πους, χρυσό πους] … Dictionary of Greek
πτηνόπους — οδος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που έχει φτερά στα πόδια, γοργοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνός «φτερωτός» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λεπτό πους, ωκύ πους] … Dictionary of Greek
ορυκτερόπους — (orycteropus afer). Νωδό θηλαστικό που ανήκει, με περίπου δέκα υποείδη, στην τάξη των σωληνοδόντων. Έχει ύψος ως το ακρώμιο γύρω στα 50 εκ. και μήκος 1,70 μ., στο οποίο περιλαμβάνεται και η ουρά· ο κορμός του είναι χοντρός και ο λαιμός και τα… … Dictionary of Greek
πολύποδας — I Μία από τις δυο μορφές των κοιλεντερωτών, που έχει μορφή θύλακα και είναι προσκολημμένη σ’ ένα υποβρύχιο υποστήριγμα. Σε σχέση με την άλλη μορφή, τη μεδουσοειδή, που δεν υπάρχει στα ανθόζωα κοιλεντερωτά, ο π. έχει απλούστερο οργανισμό: ο… … Dictionary of Greek
σκαφόποδα — Ομοταξία θαλάσσιων μαλάκιων, που περιλαμβάνει σήμερα 150 περίπου είδη συγκεντρωμένα σε δύο οικογένειας. Τα σ. ζουν μέσα σ’ ένα λείο όστρακο, που μοιάζει με μικρό χαυλιόδοντα, το ευρύτερο τμήμα του οποίου είναι στερεωμένο στο βυθό· από το λεπτό… … Dictionary of Greek