λεπράς

λεπράς

λεπράς, άδος, ἡ, poet. fem. zu λεπρός, πέτρα, Theocr. 1, 40, ein rauher Fels; auch subst., χϑαμαλαὶ ψαμαϑώδεις λεπράδες, Hügel, Opp. Hal. 1, 129.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεπράς — λεπράς, άδος, ἡ (Α) βλ. λεπρός …   Dictionary of Greek

  • λεπράς — rough fem nom sg λεπρά̱ς , λεπρός scaly fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέπρας — λέπρᾱς , λέπρα leprosy fem acc pl λέπρᾱς , λέπρα leprosy fem gen sg (attic doric ionic aeolic) λέπρᾱς , λεπράω have pres ind act 2nd sg (attic) λέπρᾱς , λεπράω have imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπρά — λεπράς rough fem voc sg λεπρός scaly neut nom/voc/acc pl λεπρά̱ , λεπρός scaly fem nom/voc/acc dual λεπρά̱ , λεπρός scaly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπράδες — λεπράς rough fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπρός — ή, ό (AM λεπρός, ά, όν, Α θηλ. και λεπράς, άδος) αυτός που έχει προσβληθεί από λέπρα («ἄνθρωποι λουόμενοι, λεπροὶ γίγνονται», Θεόφρ.) αρχ. 1. γεμάτος λέπια, τραχύς (α. «ἀκταὶ λεπραί», Λυκόφρ. β. «πέτρα τε τέτυκται λεπράς», Θεόκρ.) 2. το θηλ. ως… …   Dictionary of Greek

  • τηλαύγημα — τὸ, Α 1. στιλπνό σημείο στο δέρμα, σύμπτωμα τής λέπρας («ἐὰν δὲ κατὰ χώραν μείνῃ τὸ τηλαύγημα καὶ μὴ διαχέηται, οὐλὴ τοῡ ἕλκους ἐστί», ΠΔ) 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τηλαύγημα, ἀρχὴ λέπρας ἐν τῇ τοῡ σώματος ἐπιφανείᾳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλαυγής +… …   Dictionary of Greek

  • BOLETAR Halieuticum — argenteum librarum XX. apud Trebellium Pollionem in Claudio, c. 17. quid sit, anxios habuit non paucos Eruditorum, cum quaedam exemplatia verba haec plane omittant, alia modo Voleta, modo Voletar, Praeferant. Sed Boletar omnino scribendum esse,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • HALIEUTICUM Boletar — librarum XX. apud Treb. Poll. in Claud. inter dona Gallieni ad Claud. misla: expressum caelo habebat piscatoris vel piscaturae speciem, unde nomen. Quam variis enim argumentis, in caelandis vasis, Vett. luxuria luserit, notum. Sic plane apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τσήλ-Νέελσεν — Ν φρ. «χρώση ΤσήλΝέελσεν» ιατρ. εργαστηριακή χρωστική μέθοδος για την ανίχνευση τών οξεάντοχων βακτηρίων, ειδικά τού βακτηριδίου τής φυματίωσης και τού βακτηριδίου τής λέπρας …   Dictionary of Greek

  • αφή — Είναι η αίσθηση που επιτρέπει την αναγνώριση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και της επιφάνειας των αντικειμένων (σχήμα, όγκος, τραχύτητα, λειότητα, ομοιομορφία κ.ά.) με την επαφή του δέρματος. Τα απτικά αισθήματα προκαλούν, όταν ερεθιστούν, με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”