λεπρός

λεπρός

λεπρός (von λέπος, schuppig, mit Schuppen bedeckt), rauh, übh. auf der Oberfläche uneben, im Ggstz von λεῖος; von Oertern, wie Bergen, Hippocr.; ἀκταί Lycophr. 642; πέτραι Opp. Hal. 3, 340; bes. von der Haut, mit Ausschlag, Aussatz behaftet, Theophr. – Bei Ar. Ach. 724 ἱμάντες ἐκ λεπρῶν, ist neben der Herleitung von der Stadt Λέπρεος eine komische Anspielung auf λέπειν 8 = τύπτειν, Schol.) od. auf einen Ort außerhalb der Stadt, wo Gerbereien waren, Schol.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεπρός — scaly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπρός — ή, ό (AM λεπρός, ά, όν, Α θηλ. και λεπράς, άδος) αυτός που έχει προσβληθεί από λέπρα («ἄνθρωποι λουόμενοι, λεπροὶ γίγνονται», Θεόφρ.) αρχ. 1. γεμάτος λέπια, τραχύς (α. «ἀκταὶ λεπραί», Λυκόφρ. β. «πέτρα τε τέτυκται λεπράς», Θεόκρ.) 2. το θηλ. ως… …   Dictionary of Greek

  • λεπρός — ή, ό αυτός που πάσχει από λέπρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεπρόν — λεπρός scaly masc acc sg λεπρός scaly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπραῖς — λεπρός scaly fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπρούς — λεπρός scaly masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπρέ — λεπρός scaly masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπρή — λεπρός scaly fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπρά — λεπράς rough fem voc sg λεπρός scaly neut nom/voc/acc pl λεπρά̱ , λεπρός scaly fem nom/voc/acc dual λεπρά̱ , λεπρός scaly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαζαρέτο — Παλαιότερη ονομασία για το λοιμοκαθαρτήριο. Πρόκειται για δημόσια νοσοκομειακή εγκατάσταση που συνήθως βρισκόταν σε απόμερο παραλιακό χώρο, κοντά σε λιμάνι. Η παραμονή στο λ. ήταν υποχρεωτική, για ένα διάστημα, στους επιβάτες και στα πληρώματα… …   Dictionary of Greek

  • λεπρίτης — λεπρίτης, ὁ (Μ) [λεπρός] λεπρός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”