λαχανίζομαι

λαχανίζομαι

λαχανίζομαι, Gartengewächse, Gemüse sammeln, VLL. Bei Sueton. Aug. 87 – betizare i. e. languere.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαχανίζω — (Α) [λάχανον] 1. (για ίππο) τρώγω χόρτα, χλόη, βόσκω 2. έχω ατονία, ατονώ 3. μέσ. λαχανίζομαι συλλέγω λάχανα 4. παθ. παίρνω το χρώμα τού λαχάνου, γίνομαι πράσινος …   Dictionary of Greek

  • παραλαχανίζω — ΜΑ εξαπατώ κατά την πώληση λαχανικών ή, κατ άλλους, συλλέγω, μαζεύω λαχανικά δίπλα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λαχανίζομαι «συλλέγω λαχανικά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”