λαχανο-πώλης

λαχανο-πώλης

λαχανο-πώλης, , der Küchenkräuter-, Gemüsehändler, Poll. 7, 196.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιματιοπώλης — ο (Α ἱματιοπώλης και θηλ. ίματιοπῶλις, ιδος) πωλητής ιματίων, πωλητής ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιμάτιον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. λαχανο πώλης, μυρο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • ιτριοπώλης — ἰτριοπώλης, ὁ (Α) πωλητής ιτρίων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴτριον + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. λαχανο πώλης, παγο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • λαφυροπώλης — ο (Α λαφυροπώλης) αυτός που αγοράζει συνολικά τα λάφυρα για λειανική πώληση, μεταπωλητής λαφύρων («καὶ λαφυροπώλας καταστήσαντες ἐπώλουν», Ξεν.) αρχ. στον πληθ. οἱ λαφυροπῶλαι (στη Σπάρτη) αξιωματικοί στην υπηρεσία τού βασιλιά που φρόντιζαν για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”