λαχανισμός

λαχανισμός

λαχανισμός, , das Abschneiden u. Sammeln der Gemüse od. Küchenkräuter, καὶ συλλογὴ φρυγάνων vrbdt Thuc. 3, 111.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαχανισμός — λαχανισμός, ὁ (Α) [λαχανίζω] 1. το κόψιμο και μάζεμα λαχάνων («ἐπὶ λαχανισμὸν καὶ φρυγάνων ξυλλογὴν ἐξελθόντες», Θουκ.) 2. (για ίππο) η βρώση χόρτων …   Dictionary of Greek

  • λαχανισμοῦ — λαχανισμός cutting masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαχανισμόν — λαχανισμός cutting masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαχανεία — λαχανεία, ἡ (Α) [λαχανεύω] 1. καλλιέργεια λαχάνων 2. λαχανισμός, το να μαζεύει, να κόβει κανείς λάχανα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”