- λαφῡρ-αγωγία
λαφῡρ-αγωγία, ἡ, das Beutewegführen, Beutemachen, Schol. Eur. Or. 1434 u. a. Sp., von Thom. Mag. verworfen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαφῡρ-αγωγία, ἡ, das Beutewegführen, Beutemachen, Schol. Eur. Or. 1434 u. a. Sp., von Thom. Mag. verworfen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλειδαγωγία — κλειδαγωγία, ἡ (Α) επιγρ. πομπή, λιτανεία κλειδούχων, κλειδοφόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, δός + αγωγία (< αγωγῶ < ἀγωγός), πρβλ. λαφυρ αγωγία, παιδ αγωγία] … Dictionary of Greek
χορταγωγία — ἡ, Μ συγκομιδή χόρτου, ιδίως για ζωοτροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + αγωγία (< αγωγός < ἀγωγός < ἄγω), πρβλ. λαφυρ αγωγία] … Dictionary of Greek