- λαφῡρ-αγωγός
λαφῡρ-αγωγός, Beute wegführend, machend, Schol. Il. 10, 460; nach Lob. zu Phryn. p. 383 bei Polyaen. 8, 16, 6 für φυγαγωγός zu schreiben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαφῡρ-αγωγός, Beute wegführend, machend, Schol. Il. 10, 460; nach Lob. zu Phryn. p. 383 bei Polyaen. 8, 16, 6 für φυγαγωγός zu schreiben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιταγωγός — ό / σιταγωγός, όν, ΝΜΑ (για πλοίο) αυτός που μεταφέρει σιτάρι αρχ. αυτός που μεταφέρει τρόφιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. λαφυρ αγωγός] … Dictionary of Greek
συλαγωγώ — έω, ΜΑ παίρνω κάποιον ως αιχμάλωτο, αιχμαλωτίζω αρχ. διαρπάζω λάφυρα, λαφυραγωγά>. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦλον / σύλη + αγωγῶ (< αγωγός < ἀγωγός), πρβλ. λαφυρ αγωγώ] … Dictionary of Greek
χορταγωγία — ἡ, Μ συγκομιδή χόρτου, ιδίως για ζωοτροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + αγωγία (< αγωγός < ἀγωγός < ἄγω), πρβλ. λαφυρ αγωγία] … Dictionary of Greek
κλειδαγωγία — κλειδαγωγία, ἡ (Α) επιγρ. πομπή, λιτανεία κλειδούχων, κλειδοφόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, δός + αγωγία (< αγωγῶ < ἀγωγός), πρβλ. λαφυρ αγωγία, παιδ αγωγία] … Dictionary of Greek