θαυμαλέος

θαυμαλέος

θαυμαλέος, = ϑαυμαστός, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαυμαλέος — θαυμαλέος, α, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) θαυμαστός, φοβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα + επίθημα αλέος* (πρβλ. αυχμ αλέος, διψ αλέος, θαρσ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”