παρ-αγωγεύς

παρ-αγωγεύς

παρ-αγωγεύς, , der hervorführt, Schöpfer, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιαγωγεύς — ὁ, Α μηχανή την οποία χρησιμοποιούσαν στα πλοία για ανέλκυση τών αγκυρών και, γενικά, βαρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. κατ αγωγεύς, παρ αγωγεύς] …   Dictionary of Greek

  • παραγωγεύς — ὁ, Α 1. εισαγωγέας 2. παραγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. κατ αγωγευς] …   Dictionary of Greek

  • αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”