- θαυμασιότης
θαυμασιότης, ητος, ἡ, Bewunderungswürdigkeit, Hippocr. – Verwunderung, Arist. Top. 4, 5 u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαυμασιότης, ητος, ἡ, Bewunderungswürdigkeit, Hippocr. – Verwunderung, Arist. Top. 4, 5 u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαυμασιότης — disposition to wonder fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμασιότητα — θαυμασιότης disposition to wonder fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμασιότητι — θαυμασιότης disposition to wonder fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμασιότητος — θαυμασιότης disposition to wonder fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμασιότητα — η (Α θαυμασιότης) [θαυμάσιος] η ιδιότητα τού θαυμάσιου, το αξιοθαύμαστο, θαυμάσια φύση ή ιδιότητα αρχ. 1. αξιοθαύμαστος χαρακτήρας, αξιοθαύμαστη ιδιότητα 2. επιγρ. φρ. «ἡ σὴ θαυμασιότης» η εξοχότητά σου … Dictionary of Greek
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek