λατύσσω

λατύσσω

λατύσσω (vgl. λάταξ), klatschen, schlagen, Hesych. – Med., πέρδικες λατυσσόμενοι πτερύγεσσιν, Opp. Cyn. 2, 437, u. pass., ϑάλασσα λατυσσομένη πτερύγεσσιν, Hal. 1, 628.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λατύσσω — (Α) (μέσ. παθ.) λατύσσομαι χτυπώ, προκαλώ ήχο, πάταγο («θάλασσα λατυσσομένη πτερύγεσσιν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει εκφραστικό επίθημα ύσσω (πρβλ. αιθ ύσσω, πτερ ύσσομαι), είναι όμως άγνωστης κατά τα άλλα ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • λατύσσει — λατύσσω clap pres ind mp 2nd sg λατύσσω clap pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατυσσομένη — λατύσσω clap pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατυσσόμενοι — λατύσσω clap pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατύσσεσθαι — λατύσσω clap pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”