λατρεία

λατρεία

λατρεία, , Stand des Söldners, Lohnarbeiters, Dienst für Lohn, übh. Dienst, Soph. Ai. 498 Trach. 827; vom Dienst des Hermes, Aesch. Prom. 966; Φοιβαῖαι, Eur. Phoen. 226. – Bes. Gottesdienst, Gottesverehrung, τοῦ ϑεοῦ, Plat. Apol. 23 c, καὶ εὐχαί, Phaedr. 244 e, Sp. – Aber λατρείαν Ἰαωλκὸν Πηλεὺς παρέδωκε Αἱμόνεσσι, Pind. N. 4, 54, = λατρίαν, dienend.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λατρεία — λατρείᾱ , λατρεία the state of a hired labourer fem nom/voc/acc dual λατρείᾱ , λατρεία the state of a hired labourer fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρείᾳ — λατρείᾱͅ , λατρεία the state of a hired labourer fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η …   Dictionary of Greek

  • λατρεία — η η αγάπη και η αφοσίωση στο Θεό, η αγάπη σ ένα πρόσωπο: Κοίταξε τη γυναίκα του με λατρεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λατρείας — λατρείᾱς , λατρεία the state of a hired labourer fem acc pl λατρείᾱς , λατρεία the state of a hired labourer fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρολατρία — Λατρεία που απονέμεται στη φωτιά, ως υπερφυσική και θεία δύναμη. Η π. ανάγεται στους αρχαιότατους χρόνους της ανθρωπότητας και φαίνεται ότι είχε διαδοθεί σε όλο τον κόσμο, αφού λείψανα αυτής παρατηρήθηκαν και στην Αμερική. Λείψανα π.… …   Dictionary of Greek

  • λατρείαι — λατρείᾱͅ , λατρεία the state of a hired labourer fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρείαν — λατρείᾱν , λατρεία the state of a hired labourer fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρειῶν — λατρεία the state of a hired labourer fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρεῖαι — λατρεία the state of a hired labourer fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρείαις — λατρεία the state of a hired labourer fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”