- λατρευτικός
λατρευτικός, dienend, bes. auch die Götter verehrend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λατρευτικός, dienend, bes. auch die Götter verehrend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λατρευτικός — ή, ό (AM λατρευτικός, ή, όν) [λατρεύω] νεοελλ. μσν. αυτός που αναφέρεται στη λατρεία, ιδίως στη θρησκευτική λατρεία αρχ. αυτός που αναφέρεται στην υπηρεσία, που υπηρετεί, υπηρετικός. επίρρ... λατρευτικώς και ά (Μ λατρευτικῶς) με λατρεία, με… … Dictionary of Greek
λατρευτικός — ή, ό ο σχετικός με τη λατρεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λατρευτικά — λατρευτικός servile neut nom/voc/acc pl λατρευτικά̱ , λατρευτικός servile fem nom/voc/acc dual λατρευτικά̱ , λατρευτικός servile fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρευτικόν — λατρευτικός servile masc acc sg λατρευτικός servile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρευτικαί — λατρευτικός servile fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρευτικοί — λατρευτικός servile masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρευτικούς — λατρευτικός servile masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρευτικῆς — λατρευτικός servile fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρευτική — λατρευτικός servile fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρευτικήν — λατρευτικός servile fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατρευτικῶς — λατρευτικός servile adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)